Νέα

ΒΙΑΙΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

Το 2017 ψηφίστηκε ο Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμος του 2017 που κατάργησε τον αντίστοιχο Νόμο του 1972.

Ως αποτέλεσμα της ψήφισης και εφαρμογής της νέας νομοθεσίας ήταν η διαγραφή υφιστάμενων Σωματείων που δεν συμμορφώθηκαν με τις υποχρεώσεις τους για επικαιροποίηση τους με τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις και υποχρεώσεις.

Πέραν όμως τούτου το Υπουργείο Εσωτερικών, δια μέσω των Επαρχιακών Διοικήσεων που πλέον ασκούν την αρμοδιότητα Εφόρου Εγγραφής Σωματείων, έχουν επιδοθεί σε νέα διαδικασία διαγραφής σωματείων που συμμορφώθηκαν μεν με τη νομοθεσία και έτυχαν της απαιτούμενης εγκρίσεως Εφόρου αλλά κρίνονται τώρα πως ασκούν εμπορικές δραστηριότητες αφού κατά τον ισχυρισμό του Υπουργείου και του Εφόρου αυτό είναι αντίθετο με τη σχετική νομοθεσία.

Οι κύριοι λόγοι που επικαλείται ο Έφορος Σωματείου, ήδη για τη διαγραφή των αθλητικών σωματείων είναι οι ακόλουθοι:

  • Τα Σωματεία επιδίδονται σε εμπορικές δραστηριότητες
  • Δεν μπορούν να επιδίδονται σε εκμάθηση αθλήματος
  • Οφείλουν να διασφαλίζουν την εφαρμογή του νόμου Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες δραστηριότητες
  • Δεν μπορούν να διατηρούν διπλή νομική υπόσταση στον Έφορο Σωματείων και στον ΚΟΑ

Λόγω λοιπόν των πιο πάνω αιτιάσεων ο Έφορος Σωματείων υπό τις οδηγίες ή την καθοδήγηση του Υπουργείου Εσωτερικών κοινοποιεί σε υφιστάμενα εγγεγραμμένα Σωματεία απόφαση για διαγραφή τους από το Μητρώο Σωματείων και ταυτόχρονα τα παραπέμπει στον ΚΟΑ για εγγραφή τους ως Αθλητικές Σχολές.

Λανθασμένη Προσέγγιση Υπ. Εσωτερικών

Είναι η θέση μας πως η προσέγγιση του Υπουργείου είναι παντελώς πεπλανημένη και εσφαλμένη για τους ακόλουθους λόγους τους οποίους θα επιχειρήσουμε να σημειώσουμε.

(α) Ο Νόμος 104(Ι)/2017 πουθενά δεν παρέχει αρμοδιότητα στον Έφορο Σωματείων να διαγράφει Σωματεία. Συγκεκριμένα δεν υπάρχει καμία απολύτως διάταξη ή πρόνοια στον Νόμο που να προνοεί τη διαγραφή Σωματείων ιδιαίτερα δε εφόσον έχουν λάβει την έγκριση συμμόρφωσης τους με τη νέα νομοθεσία.

Αντίθετα ο Νόμος διαλαμβάνει πρόνοιες για την εκούσια και οικειοθελή διάλυση και την εκκαθάριση τους όπως εμπεριστατωμένα καταγράφονται στα άρθρα 24 και 25 αντίστοιχα.

(β) Λανθασμένα ο Έφορος και το Υπουργείο θεωρούν πως δεν μπορούν να ασκούν εμπορικές δραστηριότητες και τούτο διότι οι ερμηνευτικές διατάξεις της νομοθεσίας τους διαψεύδουν. Συγκεκριμένα, ο όρος «σωματείο» σημαίνει οργανωμένη ένωση αποτελούμενη από τουλάχιστον είκοσι πρόσωπα, με σκοπό την επίτευξη μη κερδοσκοπικού σκοπού και δεν περιλαμβάνει πολιτικά κόμματα ή συνδικαλιστικές οργανώσεις. Σύμφωνα και πάλι με τις ερμηνευτικές διατάξεις «μη κερδοσκοπικό», σε σχέση με σωματείο ή ίδρυμα, σημαίνει σωματείο ή ίδρυμα το οποίο δεν διανέμει οποιαδήποτε κέρδη, τα οποία δυνατόν να προκύψουν από τις δραστηριότητές του, στα μέλη, στους ιδρυτές, στη διοίκηση ή στους αξιωματούχους του, αλλά τα επενδύει ή τα χρησιμοποιεί για τη συνέχιση και επίτευξη των σκοπών του. Αντίθετα ο Έφορος αντί να διασφαλίσει πως τα Σωματεία και οι διοικήσεις τους επενδύουν και χρησιμοποιούν τα κέρδη στον αθλητισμό προβαίνει στην ανήκουστη διαγραφή τους.

Είναι λοιπόν προφανές πως ένα Σωματείο δυνατό να διενεργεί κέρδη. Εκείνο όμως που καθιστά τους σκοπούς του ως μη κερδοσκοπικούς είναι ακριβώς η υποχρέωση της νομικής οντότητας των Σωματείων να επενδύουν τα πιθανά κέρδή ή να τα χρησιμοποιούν για την πραγματοποίηση των σκοπών του.

(γ) Είναι επίσης γεγονός πως ο νόμος διαλαμβάνει ότι τα Σωματεία οφείλουν να τηρούν λογαριασμούς και λογιστικά βιβλία και να υποβάλλονται συνακόλουθα σε ελέγχους από πρόσωπα που διατηρούν έννομο συμφέρον κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου. Έχουν δε υποχρέωση να συμμορφώνονται και να εφαρμόζουν τις διατάξεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, όπως έχει τροποποιηθεί, παρά το γεγονός ότι δεν έχει οριστεί ή καθοριστεί οποιαδήποτε εποπτική αρχή που θα παρακολουθούν, αξιολογούν και εποπτεύουν την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου καθώς και των οδηγιών που εκδίδουν. Κατά συνέπεια το Υπουργείο και/ή ο Έφορος σε κάθε περίπτωση αντί να υποδεικνύει τη σχετική υποχρέωση μάλλον θα πρέπει να βρει τρόπους με τους οποίους να εποπτεύει τις δραστηριότητες τους.

(δ) Περαιτέρω, δε επικαλείται την πρόνοια του άρθρου 51 του Νόμου που διαλαμβάνει ότι «Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται ή δεν επηρεάζουν με οποιοδήποτε τρόπο σωματεία, ιδρύματα συνδέσμους, οργανώσεις, ενώσεις προσώπων ή ομοσπονδίες τα οποία ρυθμίζονται ειδικά από άλλο ειδικότερο νόμο, οι διατάξεις του οποίου θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται ως προς αυτά» για να στηρίξει τη λανθασμένη θέση ότι ο Νόμος Περί ΚΟΑ αλλά και οι Κανονισμοί Περί Αθλητικών Σχολών ΚΔΠ 38/95 αποδίδουν δεύτερη νομική υπόσταση στα αθλητικά Σωματεία η οποία δεν μπορεί να επιτρέπεται.

Αγνοούν όμως από την άλλη πως ο Περί Κυπριακού Αθλητισμού Νόμος 41/1969 ως έχει τροποποποιηθεί απαιτεί πως για την ίδρυση “αθλητική ομοσπονδία” απαιτείται σύσταση της,  «της οποίας τα συστατικά μέλη είναι σωματεία που νόμιμα συστάθηκαν και νόμιμα λειτουργούν στη Δημοκρατία και επίσης πως “αθλητική σχολή” σημαίνει οιανδήποτε σχολήν λειτουργούσαν εν τη Δημοκρατία επί τω τέλει της προαγωγής της εξωσχολικής σωματικής αγωγής και αθλητισμού της Κύπρου εν γένει και περιλαμβάνει οιανδήποτε σχολήν ιδρυομένην υπό του Οργανισμού ή υπό οιασδήποτε αθλητικής ομοσπονδίας ή αθλητικού σωματείου.

Συνεπώς, συνιστά προϋπόθεση από την μια για τη σύσταση αθλητικής Ομοσπονδίας η νόμιμη σύσταση σωματείων σύμφωνα με τον ειδικότερο νόμο ενώ από την άλλη αθλητική σχολή μπορεί νομίμως να λειτουργεί εφόσον λειτουργείται είτε από αθλητική ομοσπονδία ή από αθλητικό σωματείο.

Καταστροφικές Συνέπειες

Είναι όμως έκδηλο πως η λανθασμένη προσέγγιση του Υπουργείου και του Εφόρου προκύπτει ίσως από την ανάγκη αντιμετώπισης και διόρθωσης πολλών κακώς εχόντων στο χώρο του αθλητισμού που συνδέονται με κακοδιαχειρίσεις, ανεξέλεγκτες οικονομικές δραστηριότητες και τελευταίως κάποιες «παράνομες» δραστηριότητες που αγγίζουν και τα όρια της διαφθοράς. Ακόμα όμως και στην προκειμένη περίπτωση το Υπουργείο και ο Έφορος φαίνεται ότι αγνοούν πως η Κυπριακή πολιτεία έχει ψηφίσει και εφαρμόσει το 2017 (180(Ι)/2017) ειδικό νομοθέτημα που σκοπό έχει την «προστασία του δημοσίου συμφέροντος από αδικήματα διαφθοράς στον αθλητισμό» και εφαρμόζεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εμπλέκεται άμεσα ή έμμεσα σε αθλητικά γεγονότα.

Η «βίαιη» μεταχείριση των αθλητικών σωματείων από το Υπουργείο και τον Έφορο και η παντελώς έκνομη και πεπλανημένη εφαρμογή του Νόμου οδηγεί σε παράνομες διαγραφές Σωματείων που συνακόλουθα διαλύει τις Αθλητικές Ομοσπονδίες αλλά και γενικότερα τη δομή του Αθλητισμού όπως εφαρμόζεται από της ιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τούτο δε γίνεται σχεδιασμένα και έντεχνα με αφετηρία τις μικρές και ερασιτεχνικές ομοσπονδίες για να διαμορφωθεί η αλλοίωση του αθλητικού χάρτη πριν να διαταραχθούν οι επαγγελματικές οντότητες η αντίδραση των οποίων αναμένεται να προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις και που εκτιμάται ότι θα αναχαιτίσει τη δράση και τις ενέργειες του Υπουργείου και του Εφόρου. Είναι λοιπόν διαφορετικό να αφανιστεί και να διαγραφεί ένα σωματείο ορειβασίας, γυμναστικής ή πολεμικών τεχνών παρά να διαγραφεί ένα ποδοσφαιρικό ή καλαθοσφαιρικό σωματείο ή ένα σωματείο που διάγει πολλές και πολύπλευρες αθλητικές δραστηριότητες.

Ο «βίαιος», απότομος  και «παράνομος» τρόπος δεν μπορεί ποτέ να αποτελεί εργαλείο ή μέθοδο επίλυσης προβλημάτων σε μια ευνομούμενη οργανωμένη δημοκρατία. Κατ’ αντίθεση, καταδεικνύει την επιπολαιότητα χειρισμών, έλλειψη γνώσης και αντίληψης, απουσία στρατηγικής και σχεδιασμού σε κάθε μέτρο που επιχειρείται να ληφθεί προς τη σωστή κατεύθυνση. Αυτή τη φορά θύμα είναι ο Αθλητισμός!!

Γιώργος Τ. Χριστοφίδης

Δικηγόρος-Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό Πανεπιστημίου Frederick