Publications

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ 

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών το 2007 καθιέρωσε με απόφαση της Γενικής  Συνελέσευώς του την Παγκόσμια Ημέρα Κοινωνικής Δικαιοσύνης και έκτοτε εορτάζεται  ετησίως στις 20 Φεβρουαρίου. 

Ετέθη ως στόχος να ληφθούν δια μέσω διεθνών δράσεων τα μέτρα εκείνα με τα οποία θα  αντεμετωπίζοντο η φτώχεια, η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η επίτευξη  ισότητας μεταξύ των φύλων εντός μίας κοινωνίας ανοικτής, μίας κοινωνίας  παγκοσμιοποιημένης. 

Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η κοινωνική δικαιοσύνη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση  για την κοινωνική αρμονία και την ισότητα των πολιτών εντός ενός κράτους. 

Φετινό θέμα είναι «Η Κοινωνική Δικαιοσύνη εντός μίας Ψηφιοποιημένης Οικονομίας»,  θέμα εξαιρετικά πολυπτυχές, το οποίο χρήζει ενδελεχούς αναλύσεως, ως εκ τούτου – πριν επανέλθω στο θέμα Κοινωνική Δικαιοσύνη – μένω συνοπτικά στο ότι θα μελετηθούν  οι δυνατότητες που παρέχει η ψηφιακή οικονομία για ευέλικτα ωράρια εργασίας,  συμπεριλαμβανομένων των γυναικών (ευκολίες για μία μητέρα), των ατόμων με  αναπηρίες, των νέων καθ’ ως αυτά σχετίζονται με την κανονικότητα της εργασίας, το  εισόδημα, τα δικαιώματά τους σε δίκαιες συνθήκες εργασίας, την κοινωνική προστασία  και το κατάλληλο βιοτικό επίπεδο. Επί πλέον, θα μελετηθεί το ζήτημα των αλγορίθμων  που δύνανται να παρακολουθούν την επιτήρηση στο χώρο εργασίας, πράγμα που  προκαλεί ανησυχία στον ΟΗΕ για τη δημιουργία μίας Επιτηρούμενης Δημοκρατίας, αφ’  ου η τηλεματική επιτήρηση των εργαζομένων για σκοπούς ελέγχου της παραγωγικότητός  τους, ανοίγει το δρόμο για την εν γένει παρακολούθησή μας, και εξάλειψη κάθε μορφής  αληθινής ατομικής και ανθρώπινης ελευθερίας, εν μέσω μάλιστα της εν εξελίξει τέταρτης  βιομηχανικής επαναστάσεως. 

Επιστρέφοντας στο γενικότερο θέμα μας, η Κοινωνική Δικαιοσύνη αποτελεί μία από τις κεντρικές έννοιές της πολιτικής θεωρίας και φιλοσοφίας από την αρχαιότητα μέχρι  σήμερα. Το πως κατανέμονται δικαίως οι πόροι σε μία οργανωμένη πολιτικά κοινωνία  αποτελεί σημείο μεγάλης συζήτησης μεταξύ νομικών, οικονομικών και πολιτικών  επιστημόνων και αποτελεί ως εκ τούτου ένα βασικό σημείο ιδεολογικής και πολιτικής  σύγκρουσης μεταξύ αντιμαχόμενων θέσεων και αναλόγως της επικρατούσας θέσεως  καθορίζεται το πολιτικό σύστημα του κράτους τόσο στον άξονα  φιλελευθερισμός/ελευθερία – σοσιαλισμός/ισότητα όσο και στον άξονα δημοκρατία – ολοκληρωτισμός. Είναι μάλιστα τόσο κομβικής σημασίας το ζήτημα της Κοινωνικής  Δικαιοσύνης, διότι ο άξονας ελευθερία – ισότητα μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τον  άξονα δημοκρατία – ολοκληρωτισμός, αφ’ ου η αυξανόμενη ατομική ελευθερία ενισχύει  την Δημοκρατία αλλά και την ανισότητα, ενώ η αυξανόμενη ισότητα ενισχύει την ισότητα  αλλά και τον ολοκληρωτισμό/ισοπεδωτισμό. 

Η Κοινωνική Δικαιοσύνη αναφέρεται σε μία ηθικά αποδεκτή διανομή οφελών ή  ανταμοιβών εντός μίας κοινωνίας εν σχέση με ζητήματα όπως το μισθολογικό, τα κέρδη,  η στέγαση, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οι κοινωνικές παροχές και ούτω καθ’ εξής.

Θα μπορούσαμε με άλλα λόγια να λέγαμε ότι η Κοινωνική Δικαιοσύνη περιστρέφεται  γύρω από το ζήτημα διανομής, κατανομής και ανακατανομής του «πλούτου», με την  ευρεία έννοια του πλούτου. 

Μερίδα θεωρητικών, στηρίζει ότι ο όρος Κοινωνική Δικαιοσύνη αυτός καθέ αυτός είναι  λανθασμένος αφ’ ου η διανομή, κατανομή και ανακατανομή υλικών αγαθών δεν  σχετίζεται με ηθικές αρχές όπως είναι η δικαιοσύνη, αλλά δύναται να αξιολογηθεί μόνο  με οικονομικά κριτήρια όπως η αποδοτικότητα και η ανάπτυξη. 

Ο όρος Κοινωνική Δικαιοσύνη ανεπτύχθη στις αρχές του 19ου αιώνα ένεκα της  εκβιομηχάνισης η οποία έφερε στο φως για πρώτη φορά το όραμα της εξάλειψης της  φτώχειας καθ’ ως και το γεγονός ότι η συζήτηση περί Κοινωνικής Δικαιοσύνης συνδέετο  πάντα στενά με τη συζήτηση για τις δυνατότητες του καπιταλισμού και της ελεύθερης  αγοράς γύρω από το ζήτημα της διανομής, κατανομής και ανακατανομής του υλικών  αγαθών. Η συζήτηση αυτή είναι ακόμα εντονότερη, αφ’ ου δικαίως οι περισσότεροι,  μελετούν το ζήτημα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης όχι μόνο στα στενά οικονομικά  πλαίσια, αλλά στηρίζουν ότι η επίτευξή της θα επιτευχθεί δια μέσω μίας συζήτησης για  την Κοινωνική Δικαιοσύνη σε σχέση με τις ιδέες των αναγκών, των δικαιωμάτων και της  δίκαιης τιμωρίας. Η ιδέα ότι τα υλικά αγαθά θα ήταν ορθότερο να διανέμονται βάσει των  αναγκών, υπεστηρίχθη από σοσιαλιστές φιλοσόφους, για τους οποίους οι θεμελιώδεις  και στοιχειώδεις προϋποθέσεις για την επίτευξη ενός καλού επιπέδου ζωής, βάσει των  ανθρώπινων αναγκών, στηρίζεται στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών που έχουν οι  πολίτες, οι οποίες ανάγκες θα ικανοποιούντο δια της διανομής των υλικών αγαθών. Oι  θεωρίες Κοινωνικής Δικαιοσύνης οι οποίες περιστρέφονται γύρω απο την ικανοποίηση  των αναγκών ενός ανθρώπου (φαγητό, νερό, ένδυση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη,  ασφάλεια και ούτω καθ’ εξής) υπονοούν ξεκάθαρα ότι η προαναφερθείσες ανάγκες είναι  ίδιες για όλους τους ανθρώπους. 

Για τους σοσιαλδημοκράτες η Κοινωνική Δικαιοσύνη έχει ως στόχο την επίτευξη μιας  σχετικής ισότητας, ιδίως ισότητας ευκαιριών, παρά μιας απόλυτης ισότητας, μια στάση  η οποία ερμηνεύεται ως στόχος μετασχηματισμού και όχι αποδόμησης του  καπιταλιστικού συστήματος.  

Όσον αφορά το ζήτημα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης γύρω από την ιδέα των δικαιωμάτων,  υποστηρίζεται κατ’ εξοχήν από φιλελεύθερους και ελευθεριακούς θεωρητικούς και  επιτυγχάνει μεγαλύτερα επίπεδα κοινωνικής ανισότητας αλλά την ίδια ώρα μειώνει τον  κρατικό παρεμβατισμό δίδοντας στους πολίτες μεγαλύτερη ελευθερία αφ’ ου αυξάνει  τον προσωπικό και ιδιωτικό τους χώρο. Επί της ουσίας η φιλοσοφική τους θεώρηση  βασίζεται στο ότι η αξιοκρατία επιτυγχάνεται δια μέσω εκείνης της ατομικής ελευθερίας,  η οποία δίδει τον κατάλληλο χώρο ανάπτυξης των ταλέντων, της προσωπικότητας και  της διαφορετικότητός του κάθε ενός δαι μέσω της σκληρής εργασίας η οποία  ανταμοίβεται εις βάρος των οκνηρών και των αδυνάμων. Εν αντιθέσει στην  προαναφερθείσα θεωρητική προσέγγιση των σοσιαλιστών και των σοσιαλδημοκρατών  υπάρχει ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας των αδυνάμων, το οποίο όμως συνεπάγεται  κρατική παρέμβαση και περιστολή του προσωπικού χώρου. 

Τέλος, η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης σε σχέση με την δίκαιη τιμωρία προσελκύει  υποστηρικτές από παραδοσιακούς συντηρητικούς χώρους ιδιώς. Η θεωρία αυτή είναι  μια θεωρία ανταμοιβής ή τιμωρίας, αντανακλώντας τι αξίζει ή όχι ένας άνθρωπος. Με  αυτή την ευρεία έννοια όλες οι αρχές δικαιοσύνης μπορεί υποστηριχθεί ότι βασίζονται  στην εν λόγω θεωρία υπό το σκεπτικό ότι η δικαιοσύνη αυτή καθ’ εαυτή δεν είναι τίποτα  περισσότερο από απόδοση σε κάποιον/α του τι αξίζει. Ως εκ τούτου τόσο η θεωρία των  αναγκών όσο και των δικαιωμάτων μπορούν να ενσωματωθούν στην προκείμενη θεωρία,  κάνοντας αρκετά δυσδιάκριτα τα όρια, την έκταση και την έννοια της θεωρίας αυτής. Σε  γενικές γραμμές η έννοια της θεωρίας αυτής βασίζεται στο ότι οι άνθρωποι πρέπει να  αντιμετωπίζονται σε σχέση με τα έμφυτα ποιοτικά χαρακτηριστικά και ηθικές αξίες.  

Εν κατακλείδι, θα ήταν καλό να τονισθεί ότι είναι αδύνατον να επιτευχθεί παράλληλα  τόσο η απόλυτη ισότητα όσο και η απόλυτη ελευθερία, μετατρέποντας το ζήτημα της  Κοινωνικής Δικαοσύνης σε κομβικό αλλά και δυσεπίλυτο. Παρά ταύτα, σε έναν κόσμο  παγκοσμιοποιημένο, ολοένα και περισσότερο ψηφιοποιημένο, και με τις προκλήσεις  που ανακύπτουν από την ολοένα αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση και ψηφιοποίηση,  καθιστούν αδίρητη ανάγκη την επίτευξη της καλύτερης δυνατής ισορροπίας μεταξύ όλων  των προαναφερθείσων θεωριών. 

Δέσποινα Γεωργούλα 

Ασκούμενη Δικηγόρος