Publications

Μάρτυρες Δημοσίου Συμφέροντος ή Καταγγέλοντες για πράξεις Διαφθοράς (Whistleblowers) & Νέο Νομικό Καθήκον Επιμέλειας Εργοδοτών

To Ανώτερο Δικαστήριο της Αγγλίας και Ουαλλίας (High Court) εξέωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη απόφαση στην Rihan V Ernst & Young Global Ltd & others. Η εν λόγω απόφαση ουσιαστικά θα εμπλουτίσει σημαντικά το Εργατικό και το Αστικό Δίκαιο καθότι έχει αναδείξει ένα νέο νομικό καθήκον επιμέλειας. Περαιτέρω, θα αλλάξει και τον τομέα προσφοράς υπηρεσιών, εφόσον δημιουργεί νέο επίπεδο ευθύνης. Το καθήκον επιμέλειας που έχει θεμελιώσει η πιο διαδεδομένη απόφαση Donoghue Vs Stevenson και που έχει αναπτύχθει δια μέσω της νομολογίας αλλά και των νέων κατηγοριών δημιουργεί  ακόμα ένα νέο νομικό καθήκον επιμέλειας και υποχρέωσης στους Εργοδότες, οι οποίοι έχουν καθήκον επιμέλειας να λάβουν όλα τα εύλογα μέτρα για να αποτρέψουν την απώλεια εισοδημάτων εργοδοτούμενου εξαιτίας της αποτυχίας των εργοδοτών να παρέχουν ένα ηθικά ασφαλές περιβάλλον απαλλαγμένο από οποιαδήποτε διάπραξη επαγγελματικού παραπτώματος. Η απόφαση παρέχει τη δυνατότητα στους εργοδοτούμενους, εξαιτίας ανήθικων και αντιδεοντολογικών ενεργειών του Εργοδότη τους να διεκδικήσουν αποζημιώσεις για παράβαση καθήκοντος επιμέλειας και πρόκληση ζημίας εφόσον δεν είναι απομακρυσμένες και είναι εύλογα προβλεπτές και νοουμένου ότι δεν υπάρχει άλλη θεραπεία με βάση το εργατικό δίκαιο της χώρας. Σε μια τέτοια περίπτωση, δηλαδή όταν δεν παρέχεται νομοθετικά κατοχυρομένη θεραπεία, τότε ένας διάδικος έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί αμέλεια του εργοδότη κατά παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας που δημιουργεί η νέα απόφαση.

Γεγονότα

Ο κ. Rihan εργοδοτείτο από τον Ελεγκτικό Οίκο Ernst & Young (‘EY’), κυρίως στο Ντουμπάι από το 2008 μέχρι το 2014. Ο Ενάγοντας εργαζόταν στον τομέα που ασχολούνταν με την παροχή υπηρεσιών σε σχέση την κλιματική αλλαγή και την αειφόρο ανάπτυξη (‘CCASS’). Το 2013 ήταν ο υπεύθυνος συνέταιρος εσωτερικού ελέγχου της ΕΥ Dubai και ασχολούνταν με τον έλεγχο μιας τοπικής εταιρείας που δραστηριοποιείτο στην αγορά και πώληση ορυκτών μετάλλων. Κατά τη διεξαγωγή του ελέγχου ανακάλυψε ότι η Εταιρεία-Πελάτης ήταν εμπλεκόμενη σε σειρά παράτυπων και παράνομων δραστηριοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, η εταιρεία ασχολουνταν με την εισαγωγή ράβδων χρυσού στο Ντουμπάι, τις εξήγαγε επικαλυμμένες με ασήμι κατά παράβαση των εθνικών νομοθεσιών του Μαρόκο.  Ακολούθως, η εταιρεία προέβαινε σε δηλώσεις για αποθέματα χρυσού στο Ντουμπάι με αποτέλεσμα αυτές οι ενέργειες εύλογα να δημιουργήσουν την υποψία ότι η συγκεκριμένη εταιρεία ενέχονταν σε παράνομες δραστηριότητες και συναλλαγές, θέση την οποία η EY αποδέχθηκε μόνο κατά τη διάρκεια της δίκης.  Πολλά διεθνή  κείμενα χαρακτηρίζουν το χρυσό ως «ορυκτό συγκρούσεων» (conflict mineral),  καθότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να χρησιμοποιείται για παράνομες συναλλαγές, ιδιαίτερα όταν γίνεται σε μετρητά, όπως η χρηματοδότηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. 

Ο κ. Rihan αποκάλυψε το πιο πάνω θέμα στην αρμόδια εθνική υπηρεσία του Ντουμπάι αλλά το αποτέλεμα ήταν να ασκηθούν πιέσεις στην EY Ντουμπάι να διαγράψει και να εξαφανίσει από τις εκθέσεις ανάλογες αναφορές με αποτέλεσμα να δημιουργείται πλάνη στους αναγνώστες των σχετικών εκθέσεων ότι οι δραστηριότητες της Εταιρείας ήσαν νόμιμες ενώ στην ουσία ήσαν παράνομες και παράτυπες. Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως η EY απέτυχε να ενεργήσει στο πλαίσιο των ανησυχιών του ή να καταγγείλει το θέμα στις αρχές στο Λονδίνο ενώ όταν ο ίδιος αποτάθηκε σε ανώτατα στελέχη της EY για να το καταγγείλει δεν βρήκε καμία απολύτως ανταπόκριση. Αντίθετα δέχθηκε πίεση από την ίδια την ΕΥ να διαφοροποιήσει την έκθεση του και όταν αρνήθηκε να υπογράψει τροποποιημένές βεβαιώσεις αντικαταστάθηκε έτερο ελεγκτή της EY ο οποίος πρόθυμα υπέγραψε όλες τις απαιτούμενες αλλά τροποποιημένες βεβαιώσεις και εκθέσεις δημιουργώντας πλάνη για την εικόνα και τις δραστηριότητες της Εταιρείας.  Οι Διευθυντές και Αξιωματούχοι της ΕΥ του δημιούργησαν την ψευδή εντύπωση ότι θα συνέχιζε τα καθήκοντα του εάν ο ίδιος παρέμεινε προσηλωμένος στον εργοδότη του και πως θα απεύφευγε στο μέλλον να προβαίνει σε ανεπιθύμητες αποκαλύψεις για πελάτες τους. Ο κ. Rihan φοβούμενος για τον ευατό του αλλά και την οικογένεια του και παρά τις πιέσεις που δέχθηκε, παραιτήθηκε από την εργοδότηση του και δημοσίευσε την ιστορία του στο πρόγραμμα Panorama του BBC που συνακόλουθα έδωσε έκταση και δημοσιότητα στο γεγονός.

Ακολούθησε η προσφυγή του κ.Rihan στο Δικαστήριο εναντίον μεταξύ άλλων της EY για τις απώλειες εισοδημάτων του. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε πως η EY παραβίασε το καθήκον επιμέλειας το οποίο είχε έναντι του αφού δεν τον προστάτευσε σε σχέση με τις δραστηριότητες αλλά και τους λογαριασμούς των πελατών τους ως επίσης για την ασφάλεια της οικογένειας του αλλά και του ιδίου και επιπλέον πως δεν τον προστάτευσε ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος (whistleblower). H EY κατά τη ακροαματική διαδικασία παρουσίασε τον κ. Rihan ως κοινό ψεύτη και καιροσκόπο, ο οποίος διψούσε για φήμη και για αποζημιώσεις, ενώ παράλληλα προώθησε τη θέση ότι ο λόγος αποχώρησης του από το Ντουμπάι δεν έχει καμία σχέση με τα γεγονότα στα οποία προωθούσε ενώπιον του δικαστηρίου. Τέλος, οι Εναγόμενοι προώθησαν τη θέση ότι δεν είχε καμία υποχρέωση ή καθήκον να καταγγείλει τη δραστηριότητα των πελατών σε οποιαδήποτε ρυθμιστική Αρχή

Νομική Αξίωση 

H αξίωση ή διεκδίκηση θεραπειών για μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος ή καταγγελλόντων πράξεις διαφθοράς στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατά κανόνα εγείρονται στο Εργατικό Δικαστήριο δυνάμει σχετικής νομοθεσίας. Ωστόσο, στην παρούσα περίπτωση το Εργατικό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία για να εκδικάσει τη διαφορά, καθότι δεν επρόκειτο για διαφορά μεταξύ εργοδότη-εργοδοτούμενου. Η απαίτηση του Ενάγοντα εδράστηκε στην παράβαση εκ μέρους των Εναγομένων διττού καθήκοντος επιμέλειας καθώς και στην ιδιότητα του ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος ή καταγγέλοντα πράξεων διαφθοράς ως ακολούθως: 

(α) Οι Εναγόμενοι παραβίασαν το καθήκον επιμέλειας που είχαν έναντι του καθότι δεν του προσέφεραν καθεστώς «ασφάλειας» στην εργασία με την απόφαση τους να τον επανατοποθετήσουν στο Ντουμπάι αντί να τον μεταθέσουν σε κάποιο άλλο παράρτημα του δικτύου της ΕΥ για την άσκηση των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων (καθήκον ασφάλειας στην εργασία- safety duty) και  

(β) Οι Ενάγομενοι παραβίασαν το καθήκον επιμέλειας έναντι του ενάγοντα εξαιτίας της παράλειψης τους να διασφαλίσουν ότι ο Ενάγοντας δεν θα είχε οικονομικές απώλειες εξαιτίας την αποτυχίας των Εναγομένων να διασφαλίσουν την εκτέλεση των ελεγκτικών καθηκόντων του εργαζόμενου κάτω από επαγγελματικές και ηθικές συνθήκες (καθήκον ελέγχου- audit duty). 

Ο Δικαστής Kerr, αναφερόμενος στην αυθεντία Caparo Industries plc V Dickman σημείωσε πως:

«Δεν είναι ικανοποιητικό να αναζητηθεί κατά πόσο ο Α έχει καθήκον επιμέλειας προς τον Β. Είναι απαραίτητο να καθοριστεί ο σκοπός του καθήκοντος με αναφορά στην ενδεχόμενη ζημία στην οποία θα υποστεί ο Β εξαιτίας της παράβασης καθήκοντος από τον Α.».

Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω κατέληξε πως δεν υπήρξε παραβίαση του καθήκοντος ασφάλειας ή προστασίας όπως το καθόρισε. Έκρινε πως θα ήταν ακραίο έως παράνομο να επεκταθεί το επιβαλλόμενο καθήκον του εργοδότη παροχής ασφαλών συνθηκών εργασίας από κινδύνους που είναι εύλογα προβλεπτοί και μπορούν να προκαλέσουν σωματική βλάβη ή ζημία σ’ ένα γενικότερο και ευρύτερο καθήκον προστασίας από την οικονομική απώλεια που προκαλείται εξαιτίας της ανάγκης να τερματιστεί η εργοδότηση του για να αποφύγει κινδύνους που ελλοχεύουν κατά του ατόμου του. Η ορθή θεραπεία για ένα εργοδοτούμενο που καλείται να εργαστεί σε ανασφαλείς συνθήκες είναι να παραιτηθεί και να επικαλεστεί εξαναγκασμό σε παραίτηση παρά οποιαδήποτε θεραπεία στη βάση του αστικού αδικήματος της αμέλειας. 

Αναφορικά με το καθήκον ελέγχου (audit duty) ήταν η θέση του Ενάγοντα πως η ΕΥ ανέλαβε την υποχρέωση διεξαγωγής ελέγχου στο πλαίσιο κανόνων, της δεοντολογίας και της διεθνούς πρακτικής, ενώ ταυτόχρονα ανέλαβε την ευθύνη να προστατεύσει τον Ενάγοντα για την οποιαδήποτε οικονομική απώλεια θα είχε. Το Δικαστήριο όμως θεώρησε πως η ΕΥ δεν ανέλαβε τέτοια υποχρέωση. Αναλύοντας την νομολογία κατέληξε πως η παρούσα υπόθεση ικανοποιεί τις προυποθέσεις καθιέρωσης ενός νέου καθήκοντος επιμέλειας. Το Δικαστήριο δε σημείωσε πως ήταν εύλογα προβλεπτό πως ο Ενάγοντας θα είχε υποστεί οικονομικές απώλειες και ζημίες εφόσον ο έλεγχος καταρτιζόταν με αντιδεοντολογικό και παράνομο τρόπο

Νέο Καθήκον Επιμέλειας  

Tο Δικαστήριο, αναλύοντας τις προηγούμενες αρχές και αποφάσεις που αναγνώρισαν τη δυνατότητα των δικαστηρίων να θεμελιώνουν νέο νομικό καθήκον επιμέλειας, εξέτασε κατά πόσο είναι ορθό, δίκαιο και εύλογο στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης και γεγονότων να ασκήσει την κρίση του και να καθιερώσει ένα νέο καθήκον επιμέλειας, αποφασίζοντας τελικά πως δεν είναι καθόλου απομακρυσμένο να εισαχθεί στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης νέο νομικό καθήκον επιμέλειας. Η ουσία του νέου νομικού καθήκοντος επιμέλειας συνοψίζεται στην εξής αναφορά:  

In my judgment it is, conceptually, not a huge leap from imposing a duty of care to protect against physical injury and consequent financial loss by providing a physically safe work environment, to imposing a duty of care to protect against economic loss, in the form of loss of future employment opportunity, by providing an ethically safe work environment, free from professional misconduct (or indeed criminal conduct though that is not this case) in a professional setting.” 

Το Δικαστήριο αποφάσισε πως δεν αποτελεί επέκταση ή μεγάλη διεύρυνση, του ήδη θεμελιωμένου καθήκοντος παροχής ασφαλούς χώρου και συστήματος εργασίας, η θεμελίωση αυτοτελούς ευθύνης και καθήκοντος προστασίας, απαλλαγμένου από οικονομικές απώλειες, ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος ελεύθερου και απαλλαγμένου από ανήθικες, αντιδεοντολογικές και παράνομες ενέργειες ή επαγγελματικές δραστηριότητες.  

«Such a duty closely mirrors the content of the portmanteau trust and confidence term in the context of regular employment, at issue in Mahmud’s case. Breach of the term is repudiatory, entitling the claimant to resign and claim constructive dismissal. The treatment of which the claimant complains in this case is akin to what in ordinary employment would be a complaint of constructive dismissal. However, he had no remedy against any of the defendants for constructive dismissal; he was not employed by any of them.» 

Σύμφωνα με την αρχή αυτή και το καθήκον ελέγχου (audit duty) οι Εναγόμενοι (ΕΥ) είχαν νομική υποχρέωση έναντι του Ενάγοντα να επιδείξουν την απαιτούμενη επιμέλεια και να προστατεύσουν τον Ενάγοντα από την οικονομική απώλεια που είχε υποστεί εξαιτίας της αποτυχίας τους να διασφαλίσουν στον εργοδοτούμενο την άσκηση της εργασίας του σε ένα επαγγελματικό και ηθικό περιβάλλον σύμφωνα με τους ισχύοντες διεθνείς κανόνες και νόμους. 

Νέα τάξη Δεδομένων

Η υπό αναφορά και κρίση απόφαση εισαγάγει, όχι αφηρημένα αλλά προσηλωμένα στις νομικές αρχές που έχουν θεμελιώσει νέο νομικό καθήκον επιμέλειας προς τους εργοδοτούμενους, το οποίο υποχρεώνει τους εργοδότες να παρέχουν ασφαλές σύστημα εργασίας στο πλαίσιο εφαρμογής της δεοντολογίας, ηθικής αλλά και των νόμιμων επιβαλλόμενων κανόνων άσκησης των επαγγελματικών ενεργειών και  δραστηριοτήτων. 

Περαιτέρω, η παρούσα απόφαση επεκτείνει την προστασία του κοινοδικαίου και του αστικού δίκαιου στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος ή καταγγέλοντες για πράξεις διαφθοράς, να αναζητούν θεραπείες για οικονομικές απώλειες που έχουν υποστεί εξαιτίας των αντιδεοντολογικών, αμφιβόλου ηθικής αλλά και παράνομων δραστηριοτήτων του εργοδότη τους. 

Είναι νομολογιακά θεμελιωμένο πως οι αγγλικές αυθεντίες είναι καθοδηγητικές για τα Κυπριακά Δικαστήρια όταν εξετάζουν και αποφασίζουν ανάλογα ζητήματα ιδιαίτερα όταν ακόμα στην Κύπρο δεν έχει θεσπιστεί νομοθέτημα που να παρέχει μέτρα προστασίας και επιείκειας σε πρόσωπα που παρέχουν σε αρμόδιες αρχές πληροφορίες που καλόπιστα και εύλογα πιστεύουν ότι τείνουν να αποκαλύψουν ότι διεπράχθη ή διαπράττεται ή πρόκειται να διαπραχθεί οποιοδήποτε αδίκημα διαφθοράς ή άλλης πράξης που εν δυνάμει μπορεί να ισοδυναμεί με πράξη διαφθοράς. 

 

Γιώργος Τ. Χριστοφίδης 

Δικηγόρος- Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό Πανεπιστημίου Frederick